εὐχαρίη 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευχάρεια — εὐχάρεια, ἡ (Α) [ευχαρής] χάρη, θέλγητρο … Dictionary of Greek
εὐχαρείας — εὐχαρείᾱς , εὐχάρεια grace fem acc pl εὐχαρείᾱς , εὐχάρεια grace fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)